- ἐψημένον
- ψάωrubperf part mp masc acc sgψάωrubperf part mp neut nom/voc/acc sgψέωperf part mp masc acc sgψέωperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑψήμενον — ἑψάω perf part mp masc acc sg ἑψάω perf part mp neut nom/voc/acc sg ἑψάω pres part mp masc acc sg ἑψάω pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθάρα — ἀθάρα, η μσν. τύπος τής αρχ. ελλ. λ. ἀθάρη, η οποία κατά τον Πλίνιο είναι αιγυπτιακής προέλευσης. Η λ. απαντά ήδη στον Αριστοφάνη (βλ. Πλούτος, 673). Πρόκειται για το χοντροαλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι και για τον πηχτό ζωμό, που παρασκευάζεται απ’… … Dictionary of Greek